- παχύδερμος
- πᾰχύ-δερμος,ον,A thick-skinned, Arist. GA783a2 : [comp] Comp., ib.782b5.2 metaph., dull, stupid, Men.Epit. 574, Luc.Tim.23.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παχύδερμος — thick skinned masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύδερμος — η, ο / παχύδερμος, ον, ΝΑ αυτός που έχει παχύ δέρμα, χονδρόπετσος νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που δεν έχει ευαισθησίες και λεπτότητα στους τρόπους, χοντροκομμένος, αναίσθητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παχύδερμα ζωολ. όρος που αναφέρεται σε ορισμένα … Dictionary of Greek
παχύδερμος — η, ο 1. αυτός που έχει χοντρό δέρμα, χοντρόπετσος. 2. μτφ., αναίσθητος, αδιάφορος, άπονος, αφιλότιμος. 3. ως ουσ., παχύδερμα, τα κατηγορία θηλαστικών με εξαιρετικά χοντρό δέρμα (ελέφαντας, ρινόκερος κ.ά.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παχύδερμον — παχύδερμος thick skinned masc/fem acc sg παχύδερμος thick skinned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυδερμότερα — παχύδερμος thick skinned neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυδερμότερος — παχύδερμος thick skinned masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυδέρμοις — παχύδερμος thick skinned masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυδέρμου — παχύδερμος thick skinned masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυδέρμους — παχύδερμος thick skinned masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχυδέρμων — παχύδερμος thick skinned masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παχύδερμα — παχύδερμος thick skinned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)